- κρανιοσκοπία
- ηανθρωπολ.η μελέτη τών περιγραφικών χαρακτηριστικών τού ανθρώπινου κρανίου με επισκόπηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioscopie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -scopie (< -σκοπία < -σκοπος < σκοπός). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.