κρανιοσκοπία

κρανιοσκοπία
η
ανθρωπολ.
η μελέτη τών περιγραφικών χαρακτηριστικών τού ανθρώπινου κρανίου με επισκόπηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioscopie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -scopie (< -σκοπία < -σκοπος < σκοπός). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρανιοσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρανιοσκοπία. επίρρ... κρανιοσκοπικώς και ά από κρανιοσκοπική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cranioscopie < αγγλ. cranioscopy «κρανιοσκοπία». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βράιλα… …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • κρανιοσκόπος — ο, η ανθρωπολόγος που μελετά τα χαρακτηριστικά τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cranioscopist < αγγλ. cranioscopy «κρανιοσκοπία». Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Α. Στρούμπο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”